πολυθάλαμος

πολυθάλαμος
-η, -ο / πολυθάλαμος, -ον, ΝΜΑ
(για καρπό) αυτός που έχει πολλούς θαλάμους, πολλές θέσεις σπερμάτων («πολυθάλαμος καὶ πολύκοκκος ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός», Φιλ.)
νεοελλ.
(για οικία) αυτός που έχει πολλούς θαλάμους, πολλά δωμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θάλαμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύκοκκος — ον, Μ (για καρπό) αυτός που έχει πολλούς κόκκους («πολυθάλαμος και πολύκοκκος ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός», Φίλ. Καρπασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • βελέλα — (velelle). Κνιδόζωο της ομοταξίας των υδροζώων της τάξης των σιφωνοφόρων. Είναι μια αποικία πολύποδων ατόμων, ενωμένων κάτω από ένα δισκοειδές υδρόσωμα, το οποίο διογκώνεται σχηματίζοντας τη λεγόμενη πνευστοφόρο συσκευή, η οποία προεξέχει από την …   Dictionary of Greek

  • βελεμνίτες — Μαλάκια που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίζονται σε πετρώματα της τριαδικής περιόδου και εξαφανίζονται κατά την ηώκαινο. Οι γνήσιοι β., μεγάλης στρωματογραφικής σημασίας, χαρακτηρίζουν το μεσοζωικό κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”